Στον Γιώργη Μυλωνά

«Εν ονόματι των λεγομένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταστρατηγούνται αιώνιες αρχές που διέπουν την κοινωνία», καταγγέλλει σε συνέντευξή του στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος και συντάσσεται με τον λόγο του Αρχιεπισκόπου, ότι κάποιοι σε Ελλάδα και Ευρώπη επιδιώκουν την αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας.
Ο κ. Ιερόθεος επισημαίνει ότι «σε ελάχιστα μόνο σημεία μπορεί να οριοθετηθεί καλύτερα η διακριτότητα των ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας», υπογραμμίζοντας ότι «κανένας σε μια Πολιτεία δεν είναι χωρισμένος από αυτήν», αλλά και η διακριτότητα για την οποία γίνεται λόγος κατοχυρώνεται από το ισχύον Σύνταγμα. Παράλληλα, δεν κρύβει τον προβληματισμό του για τα θέματα που απασχολούν την Πανορθόδοξη Σύνοδο του 2016 και την αποτελεσματικότητά της στο να ενώσει τις Εκκλησίες του ορθόδοξου κόσμου.

Στην εισήγηση που κάνατε στην Ιεραρχία, μιλήσατε για θεολογική κρίση. Πιστεύετε ότι η Πανορθόδοξη Σύνοδος το 2016 θα έχει γόνιμα αποτελέσματα σε αυτήν την κατεύθυνση;
Από τις μελέτες που έχω κάνει διαπιστώνω ότι υφίσταται θεολογική κρίση, γιατί επικρατούν σήμερα μερικά θεολογικά ρεύματα που διαφέρουν από την Πατερική θεολογία. Δεν νομίζω όμως ότι η Πανορθόδοξη Σύνοδος του 2016 θα ασχοληθεί με τα συγκεκριμένα θέματα. Και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Η θεματολογία που έχει καθορισθεί και τα θέματα που τελικά θα συζητηθούν δεν είναι σοβαρά θεολογικά ζητήματα. Εννοώ ότι δεν θα ασχοληθεί με το «filioque» και το «actus purus», με τα οποία ασχολήθηκαν η Η’ και η Θ’ Οικουμενική Σύνοδος, οπότε, κατά τη γνώμη μου, αυτό δείχνει ότι οι Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις δεν προετοίμασαν με τον καλύτερο τρόπο τη θεματολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που πρόκειται να συγκληθεί. Θεωρώ ότι η Σύνοδος επί Μεγάλου Φωτίου (879-80) είναι συνέχεια της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και η Σύνοδος επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1351) είναι συνέχεια της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου. Όταν δεν ασχολούμαστε με τέτοια σοβαρά θεολογικά ζητήματα, αυτό δείχνει ότι η θεολογική κρίση παραμένει.

Πώς κρίνετε τις εργασίες της ελληνικής αντιπροσωπίας αναφορικά με την Πανορθόδοξη Σύνοδο;
Προς το παρόν, δεν γνωρίζω τα κείμενα που καταρτίζονται. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα έλθουν τα κείμενα αυτά στην Ιεραρχία για συζήτηση με την αρχή του «ad referendum» και, βεβαίως, όχι ως τετελεσμένα και προς έγκριση, αλλά για την επεξεργασία τους και την τελική απόφαση της Ιεραρχίας μας. Εμένα προσωπικά με ενδιαφέρει και η ορολογία των κειμένων, γιατί εκεί φαίνεται η θεολογική κρίση. Αν, για παράδειγμα, στα κείμενα υπάρχει η φράση «αξιοπρέπεια και ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου», ότι δήθεν η φύση είναι αναγκαστική και αμαρτωλή, ενώ το πρόσωπο είναι ιερό, γιατί συνδέεται με την «ελευθερία του προσώπου», αυτό δεν μπορώ να το αποδεχθώ, γιατί αναιρεί τη θεολογία των Πατέρων, ότι η φύση είναι καλή και το πρόσωπο με το γνωμικό θέλημα προκαλεί την αμαρτία.

Πού, λοιπόν, πρέπει η ελληνική αντιπροσωπία να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα;
Όπως ανέφερα προηγουμένως, η θεματολογία έχει καθο­ρισθεί και δεν προβλέπεται να τεθούν άλλα θέματα, εκτός και αν μπορεί να τεθούν όταν θα πλησιάζει ο καιρός της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Πληροφορούμαι ότι υπάρχουν μερικές Εκκλησίες που προβλημα­τίζονται ως προς το να θέσουν σοβαρά θεολογικά και εκκλησιαστικά θέματα.

Αισιοδοξείτε έστω ότι τα προβλήματα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών θα αντιμετωπιστούν αποφασιστικά;
Δεν ξέρω αν πρέπει να σας απαντήσω με ψυχολογικούς όρους, που προϋποθέτουν οι λέξεις «αισιοδοξία» και «απαισιοδοξία». Στην Εκκλησία ομιλούμε με θεολογικούς όρους, με πίστη και με εκκλησιαστικό φρόνημα. Πάντως, είμαι σοβαρά προβληματισμένος, διότι, δυστυχώς, αυτό που παρατηρώ είναι ότι οι απόψεις των διαφόρων Ορθοδόξων Εκκλησιών επηρεάζονται από εθνικές σκοπιμότητες και γεωπολιτικές στρατηγικές. Αυτό με ενοχλεί πολύ. Όταν ο θεολογικός λόγος επηρεάζεται από τους εθνικισμούς και τις πολιτικές σκοπιμότητες, αυτό δείχνει την εκκοσμίκευσή του.

Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, βλέπουμε «εθελοντές» ιερείς σε Μητροπόλεις της επαρχίας. Μπορεί να αποτελέσει αυτό λύση στο πρόβλημα;
Με τον όρο «εθελοντές» ασφαλώς εννοείτε τους άμισθους, δηλαδή τους ιερείς που χειροτονούνται και εξυπηρετούν τους χριστιανούς χωρίς να λαμβάνουν μισθό. Αυτό γίνεται σε μικρή κλίμακα και σε μερικές Μητροπόλεις, λόγω των ποικίλων ποιμαντικών αναγκών. Γενικά, ο εθελοντισμός έχει μεγάλη αξία και σπουδαιότητα και αυτός καλλιεργείται μέσα στην Εκκλησία, αλλά δεν μπορεί να βασισθεί κανείς μόνον σε αυτόν, ως προς τους κληρικούς. Γιατί ο κάθε κληρικός έχει και οικογένεια και ποικίλες ανάγκες και γι' αυτό ούτε εκείνοι πρέπει να πένονται, αλλά ούτε και οι χριστιανοί να επιβαρύνονται με τη συντήρηση των ιερατικών οικογενειών. Μπορείτε να φαντασθείτε να επικρατήσουν «εθελοντές» διδάσκαλοι, καθηγητές, δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί;
Εν πάση περιπτώσει, η μισθοδοσία του ιερού κλήρου είναι υποχρέωση του ελληνικού κράτους, το οποίο κατά καιρούς έκανε σύμβαση με την Εκκλησία να δίνει μισθό στους κληρικούς με τη δέσμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κάθε έντιμη Πολιτεία πρέπει να σέβεται τις συμβάσεις που συνάπτει.

Η κυβέρνηση, μετά τη συζήτηση για το μάθημα των Θρησκευτικών, ανοίγει το θέμα του γάμου των ομοφυλοφίλων. Ποια πρέπει να είναι η στάση της Ιεραρχίας;
Το θέμα του «γάμου των ομοφυλοφίλων» έχει ανοιχθεί προ πολλού, αλλά κάθε φορά προχωρά προοδευτικά προς το να ανεχθεί η κοινωνία αυτήν την κατάσταση. Με προβληματίζει έντονα όταν η κοινωνία ανέχεται πολλές εκτροπές, όταν εν ονόματι των λεγομένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταστρατηγούνται αιώνιες αρχές, που διέπουν την κοινωνία και δημιούργησαν μεγάλο πολιτισμό.
Η Ιεραρχία κατά τη συνεδρίασή της στις 17 Οκτωβρίου 2013 συζήτησε το θέμα αυτό και έλαβε τις αποφάσεις της. Τελικά, πρέπει να είναι σταθερή στο να καταγγέλλει με προφητικό λόγο τις εκτροπές, από οπουδήποτε και αν προέρχονται, αλλά συγχρόνως να αγαπά τους αμαρτωλούς και τους μετανοούντες.
Ως προς τον λεγόμενο «γάμο των ομοφυλοφίλων», πρόκειται για εισαγωγή μιας τρίτης μορφής γάμου, μετά τον εκκλησιαστικό και τον πολιτικό. Μπορεί ο καθένας να κάνει τις επιλογές του, αλλά δεν πρέπει να υποβαθμίζεται το επίπεδο της κοινωνίας, ούτε τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα να υποβαθμίζουν τον ίδιο τον άνθρωπο, γιατί με την πάροδο του χρόνου γίνεται μεταβολή στα ανθρώπινα δικαιώματα, άλλοτε στον υπεράνθρωπο και άλλοτε στον υπάνθρωπο. Έτσι, ο καθένας έχει τις επιλογές του, αλλά η Εκκλησία -επαναλαμβάνω- πρέπει να υποδεικνύει το ύψος του ανθρωπισμού και του ορθοδόξου χριστιανού και να δείχνει αγάπη στους μετανοούντες.

Φαίνεται πως ανοίγει και ο δρόμος για την καύση των νεκρών στην Ελλάδα.
Και αυτό το θέμα έχει συζητηθεί στο παρελθόν. Η Εκκλησία έλαβε τις αποφάσεις της, ότι η αποτέφρωση είναι μια πράξη που δεν συμφωνεί με την παράδοσή της και όποιος οικειοθελώς εδήλωσε την επιθυμία του να αποτεφρωθεί το σώμα του στην πραγματικότητα δηλώνει την αυτονόμησή του από την Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν τελείται νεκρώσιμη ακολουθία και ιερό μνημόσυνο υπέρ αυτού. Επαφίεται όμως στη διακριτική ευχέρεια του οικείου μητροπολίτη η τέλεση απλώς τρισαγίου. Αυτό δεν είναι έλλειψη αγάπης προς τους ανθρώπους, αλλά ακριβής τήρηση της ορθοδόξου διδασκαλίας και σεβασμός της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου.

Ο Αρχιεπίσκοπος στη Σύνοδο ανέφερε ότι «ο εχθρός είναι εντός των τειχών». Πώς βλέπετε να εξελίσσονται οι σχέσεις με την Πολιτεία;
Επανειλημμένως έχω γράψει ότι δεν πρέπει να γίνεται λόγος για χωρισμό Εκκλησίας-Πολιτείας, γιατί κανένας σε μια Πολιτεία δεν είναι χωρισμένος από αυτήν. Κάθε σύλλογος, κάθε οργανισμός έχει κάποια σχέση με το κράτος, γι’ αυτό καλώς εσείς χρησιμοποιήσατε τον όρο «σχέσεις» και όχι «χωρισμός». Υπάρχει σήμερα από το ισχύον Σύνταγμα η διακριτότητα των ρόλων της εκκλησιαστικής και της πολιτικής διοίκησης, απλώς σε ελάχιστα σημεία μπορεί να οριοθετηθεί καλύτερα αυτή η διακριτότητα. Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου, ότι «οι εχθροί μας δεν είναι πλέον πέρα και μακριά, είναι εντός των τειχών μας. Το βλέπουμε, το οσφραινόμαστε», αναφερόταν στο θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών και εξέφραζε την άποψή του ότι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη υπάρχουν άνθρωποι που, «εκμεταλλευόμενοι τη δεινή μας οικονομική κατάσταση» και «στα πλαίσια της ρυθμίσεως των οικονομικών μας σχέσεων», θα επιδιώξουν «με κάθε τρόπο την αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας μας, αρχίζοντας από τη σχολική μας εκπαίδευση». Αυτό είναι μια πραγματικότητα, την οποία βλέπουμε συνεχώς γύρω μας. Αισθανόμαστε, δηλαδή, μια προσπάθεια αποδέσμευσης από την παράδοσή μας και αλλοτρίωσης του πολιτιστικού τρόπου ζωής μας, η οποία ξεκινά από ιδεολογίες που εκφράζουν τα δυτικά ρεύματα.

Ποιος είναι
Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος Σ. Βλάχος γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1945 και αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή του Α.Π. Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Εδέσσης και αργότερα στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου ήταν και υπεύθυνος Νεότητος. Εκλέχθηκε Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου το 1995. Δίδαξε ελληνικά για αρκετά εξάμηνα και έδωσε διαλέξεις περί ορθοδόξου ηθικής στους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού στο Πανεπιστήμιο του Πατριαρχείου Αντιοχείας, στον Βόρειο Λίβανο. Από τα φοιτητικά του χρόνια ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ εργάστηκε για ένα διάστημα σε βιβλιοθήκες μοναστηριών του Αγίου Όρους, στην καταγραφή κωδίκων και εντρύφησε στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.